- αὐχέν'
- αὐχένα , αὐχήνneckmasc acc sgαὐχένι , αὐχήνneckmasc dat sgαὐχένε , αὐχήνneckmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PERSEA — I. PERSEA arbor Aegypti peculiaris, Isidi sacra, Galen. l. 2. κατὰ τόπους, et Stabo l. 17. illuc ex Aethiopia translata est: probe distinguenda a Persica, quam e Perside in Graeciam transtulisse Perseus dicitur Nicandro, qui sic hac de re; Σκληῤ… … Hofmann J. Lexicon universale
κεραύνοπλος — κεραύνοπλος, ον (Α) οπλισμένος με κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ αυχέν οπλος, πάν οπλος] … Dictionary of Greek
κλασαυχενίζομαι — 1. περπατώ καμαρωτά κουνώντας τον αυχένα μου δεξιά κι αριστερά, δηλ. βαδίζω θηλυπρεπώς, ακκίζομαι 2. μτφ. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, κορδώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κλασ αυχενίζομαι < θ. κλασ τού κλῶ (πρβλ. μέλλ. κλάσ ω, αόρ. ἔ κλασ α) +… … Dictionary of Greek
κλασαυχενεύομαι — (Α) (για τον γιο τού Αλκιβιάδη) κλασαυχενίζομαι*, βαδίζω κουνώντας τον αυχένα πότε δεξιά, πότε αριστερά, δηλ. περπατώ θηλυπρεπώς, ακκίζομαι, κάνω θηλυπρεπή τσακίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. κλασ αυχενεύομαι < θ. κλασ τού κλῶ (πρβλ. μέλλων κλάσ ω, αόρ. ἔ… … Dictionary of Greek
υπαυχένιος — α, ον, ΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον αυχένα («κόμη... πολλὴ καὶ ὑπαυχένιος... ἐπεκύμαινε», Ηλιόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπαυχένιον προσκέφαλο, μαξιλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αὐχήν, ένος + κατάλ. ιος (πρβλ. παρ αυχέν… … Dictionary of Greek